- κονικλοτροφία
- η кролиководство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κονικλοτροφία — η [κονικλοτρόφος] κλάδος τής ζωοτεχνίας που ασχολείται με την εκτροφή και τον πολλαπλασιασμό τών κουνελιών … Dictionary of Greek
κονικλοτροφία — η κλάδος της ζωοτεχνίας που ασχολείται με τη διατροφή και πολλαπλασιασμό των κουνελιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουνελοτροφία — η βλ. κονικλοτροφία … Dictionary of Greek